πολυώροφος

πολυώροφος
-η, -ο / πολυώροφος, -ον, ΝΜΑ
(για οικοδόμημα) αυτός που έχει πολλούς ορόφους, πολλά πατώματα
νεοελλ.
(για πύραυλο-φορέα) αυτός που αποτελείται από αλλεπάλληλα τμήματα τα οποία αποχωρίζονται διαδοχικά από το κύριο σώμα αφού εξαντλήσει το καθένα τα καύσιμα του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + -ώροφος (< ὄροφος), πρβλ. μον-ώροφος. Το -ω- οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πολυώροφος — of many roofs masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυώροφος — η, ο αυτός που έχει πολλούς ορόφους, πατώματα: Πολυώροφη πολυκατοικία. – Πολυώροφος πύραυλος κτλ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πολυώροφον — πολυώροφος of many roofs masc/fem acc sg πολυώροφος of many roofs neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυωρόφους — πολυώροφος of many roofs masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευόροφος — εὐόροφος, ον (Α) αυτός που έχει καλή οροφή, που στεγάζεται καλά («εὐορόφους θαλάμους» Σχόλ. Λυκόφρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Χαλαρό σύνθετο < ευ + οροφος < όροφος (πρβλ. αν όροφος, τετρ όροφος). Τά σύνθετα τού οροφος γράφονται κανονικώς με ω (πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • πολυ- — Α το, Ν άκλ. (βιοχ.) πολυριβονουκλεοτίδιο που αποτελείται εξ ολοκλήρου από αδενυλικά υπολείμματα. ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επιθ. πολύς και δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται πολλές φορές,… …   Dictionary of Greek

  • πολυόροφος — η, ο, Ν βλ. πολυώροφος …   Dictionary of Greek

  • πολύστεγος — ον, Α αυτός που έχει πολλές στέγες, πολλά πατώματα, πολυώροφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + στεγος (< στέγη), πρβλ. μονό στεγος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”