πολυώροφος — of many roofs masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυώροφος — η, ο αυτός που έχει πολλούς ορόφους, πατώματα: Πολυώροφη πολυκατοικία. – Πολυώροφος πύραυλος κτλ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πολυώροφον — πολυώροφος of many roofs masc/fem acc sg πολυώροφος of many roofs neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυωρόφους — πολυώροφος of many roofs masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευόροφος — εὐόροφος, ον (Α) αυτός που έχει καλή οροφή, που στεγάζεται καλά («εὐορόφους θαλάμους» Σχόλ. Λυκόφρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Χαλαρό σύνθετο < ευ + οροφος < όροφος (πρβλ. αν όροφος, τετρ όροφος). Τά σύνθετα τού οροφος γράφονται κανονικώς με ω (πρβλ.… … Dictionary of Greek
πολυ- — Α το, Ν άκλ. (βιοχ.) πολυριβονουκλεοτίδιο που αποτελείται εξ ολοκλήρου από αδενυλικά υπολείμματα. ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επιθ. πολύς και δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται πολλές φορές,… … Dictionary of Greek
πολυόροφος — η, ο, Ν βλ. πολυώροφος … Dictionary of Greek
πολύστεγος — ον, Α αυτός που έχει πολλές στέγες, πολλά πατώματα, πολυώροφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + στεγος (< στέγη), πρβλ. μονό στεγος] … Dictionary of Greek